- κρεατόχρους
- -ουν και κρεατόχρωμος, -η, -οαυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρε[ο]) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακό-χρους, ροδό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek